ἀκροάσει

ἀκροάσει
ἀκροά̱σει , ἀκρόασις
hearing
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀκροά̱σεϊ , ἀκρόασις
hearing
fem dat sg (epic)
ἀκροά̱σει , ἀκρόασις
hearing
fem dat sg (attic ionic)
ἀκροά̱σει , ἀκροάομαι
hearken
fut ind mid 2nd sg
ἀκροάζομαι
fut ind mp 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσαγωγός — ό / προσαγωγός, όν, ΝΑ [προσάγω] νεοελλ. 1. αυτός που πλησιάζει ένα πράγμα προς κάτι άλλο («προσαγωγοί μύες» [ανατ.] μύες που φέρνουν ένα τμήμα τού σώματος προς το μέσο επίπεδο ή προς τον άξονα ενός άκρου και, ειδικότερα, τρεις ισχυροί μύες τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”